- διάνεμα
- τοτο νεύμα, το γνέψιμο: Έπιασα το διάνεμά του και δε μίλησα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάνεμα — και γιάνεμα, το [διανεύω] 1. νεύμα, γνέψιμο 2. σχήμα ή περίγραμμα αντικειμένου που κινείται 3. φευγαλέα κίνηση, διαβατική μορφή … Dictionary of Greek